λάφυρο(ν)

λάφυρο(ν)
τό
1) добыча, награбленное добро; 2) πλ. трофеи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λάφυρο(ν)" в других словарях:

  • λάφυρο — το καθετί που παίρνει ο αντίπαλος από τον εχθρό σε πόλεμο, η λεία του πολέμου: Σκότωσε τον πολεμιστή και πήρε λάφυρο την ασπίδα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • σκυλώ — (I) άω ή έω, ΜΑ (πιθ. τ.) σκυλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦλον «λάφυρο». Ο τ. ωστόσο έχει διορθωθεί σε σκύλλω]. (II) όω, Α (κατά τον Ησύχ.) «καλύπτω, σκεπάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλον* «λάφυρο», παρ ότι η σημ. τού ρ. θα οδηγούσε μάλλον στον τ. σκύλος (τό)… …   Dictionary of Greek

  • Λάφριος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Κασταλία και εγγονός του Δελφού. Εικονίζεται σε νομίσματα να κρατάει λύρα. II Προσωνυμία του θεού Απόλλωνα στην Αιτωλία (από τον ναό του που βρισκόταν στον Λαφριαίο λόφο), του Ερμή ως… …   Dictionary of Greek

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

  • άγρευμα — (I) ἄγρευμα, το (Α) [ἀγρεύω] 1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο 2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ. (II) ἄγρευμα, το (Α) [ἀγρός] στον πληθ. τὰ ἀγρεύματα ο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε …   Dictionary of Greek

  • έλωρ — ἕλωρ, το (Α) 1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία 2. στον πληθ. φόνος, θάνατος …   Dictionary of Greek

  • αιχμαλώτευμα — αἰχμαλώτευμα, το (Μ) [αἰχμαλωτεύω] πολεμικό λάφυρο, λεία …   Dictionary of Greek

  • αποσκυλεύω — ἀποσκυλεύω (Α) παίρνω κάτι ως λάφυρο …   Dictionary of Greek

  • εκπέρθω — ἐκπέρθω (Α) 1. εκπορθώ 2. καταργώ 3. παίρνω ως λάφυρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»